συκάσιος

συκάσιος
-ον, ΜΑ [σῡκον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα
2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» — προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ' άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που κατήγγελλαν την κλοπή ή λαθρεμπορία σύκων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συκάσιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκασίῳ — συκάσιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”